- περιφόρητον
- περιφόρητοςmasc/fem acc sgπεριφόρητοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφορητόν — περιφόρητος masc/fem acc sg περιφόρητος neut nom/voc/acc sg περιφορητός portable masc/fem acc sg περιφορητός portable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μηχανικός από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.). Σύγχρονος του Περικλή, τον ακολούθησε στην εκστρατεία της Σάμου, όπου ανακάλυψε και εφάρμοσε πολλά είδη πολιορκητικών μηχανών. Τον έλεγαν περιφόρητον, γιατί παρίστανε τον … Dictionary of Greek